- εγερσιμότητα
- [-ης (-ητος)] η возбуждаемость, возбудимость; реактивность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγερσιμότητα — η η δυνατότητα να εγείρεται κανείς, διεγερσιμότητα, ερεθιστικότητα … Dictionary of Greek
καταπραϋντικός — ή, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καταπραΰνει, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός, κατευναστικός 2. (φαρμ.) χαρακτηρισμός φαρμάκου που ηρεμεί τον πόνο και την εγερσιμότητα τού νευρικού συστήματος, δεν δρα όμως αναισθητικά. επίρρ...… … Dictionary of Greek